ἑσπέρα

ἑσπέρα
ἑσπέρα (
1

ϝεσπ- I. 8.44

) evening

ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ P. 11.10

ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίαςI. 8.44 gen., at evening

ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον χρυσάρματος ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.20

πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ ἑσπέρας ὑγρῷ πελάγει σπομένανP. 4.40

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἑσπέρα — ἑσπέρᾱ , ἑσπέρα evening fem nom/voc/acc dual (ionic) ἑσπέρᾱ , ἑσπέρα evening fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσπέρᾳ — ἑσπέρᾱͅ , ἑσπέρα evening fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἑσπέραι , ἑσπέρα evening fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσπέρα — ἐσπέρᾱ , εἰσπεράω pass over into pres imperat act 2nd sg ἐσπέρᾱ , εἰσπεράω pass over into imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσπέρα — η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη) 1. (ενν. ώρα) το τέλος τής ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση τού ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο) 2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος τού ορίζοντα, η δύση μσν. νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ἕσπερα — ἕσπερος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσπέραν — ἐσπέρᾱν , εἰσπεράω pass over into imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐσπέρᾱν , εἰσπεράω pass over into imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἐσπέρᾱν , εἰσπεράω pass over into imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἐσπέρᾱν , εἰσπεράω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσπέρας — ἑσπέρᾱς , ἑσπέρα evening fem acc pl (ionic) ἑσπέρᾱς , ἑσπέρα evening fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσπέραι — ἑσπέρᾱͅ , ἑσπέρα evening fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἑσπέρα evening fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσπέρας — ἐσπέρᾱς , εἰσπεράω pass over into pres ind act 2nd sg (attic) ἐσπέρᾱς , εἰσπεράω pass over into imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσπέραν — ἑσπέρᾱν , ἑσπέρα evening fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕσπερ' — ἕσπερα , ἕσπερος of neut nom/voc/acc pl ἕσπερε , ἕσπερος of masc/fem voc sg ἕσπεραι , ἑσπέρα evening fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”